ρεογραφία

ρεογραφία
η, Ν
ιατρ. μέθοδος για την εκτίμηση τής βατότητας διαφόρων αρτηριών με την καταγραφή τών μεταβολών τής αγωγιμότητας υψίσυχνων εναλλασσόμενων ρευμάτων, οι οποίες παρουσιάζονται με την πλήρωση τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheography (< ῥέος < ῥέω + -γραφία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”